- ἀφθάρτων
- ἄφθαρτοςuncorruptedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безизтьлѣньнъ — (1*) пр. Нетленный, вечный: Тако подобаѥть хотѩштоуоумоу безъистьлѣньно житиѥ жити. и ни въ чьто же мѣни||ти тьлѣѥмыихъ. (τῶν ἀφϑάρτων) Изб 1076, 74 74 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… … Dictionary of Greek